- κορίαννο
- το (Α κορίαννον και κορίαμβλον)το φυτό κορίανδρο («μύρτοις στεφανοῡσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)αρχ.δαχτυλίδι που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη τού χεριού («ἕτερον κορίαννον, τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.